κατανόησιν

κατανόησιν
κατανόησις
observation
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατανόηση — η (AM κατανόησις [κατανοώ] το να κατανοεί, το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι πλήρως και σαφώς («ἡ αὑτοῡ κατανόησις» η ενόραση, Πλωτίν.) νεοελλ. 1. η σωστή αντίληψη 2. φρ. «έχω κατανόηση» ή «δείχνω κατανόηση» καταλαβαίνω και σέβομαι τα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”